δωδεκαμν(α)ιαίος — δωδεκαμν(α)ιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ζυγίζει δώδεκα μνες … Dictionary of Greek
καπνιαίος — καπνιαῑος, ον (Α) 1. αυτός που έχει χρώμα καπνού 2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ιαίος (πρβλ. μην ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κατακλυσμιαίος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατακλυσμό, αυτός που έχει σχέση με την εποχή τού μεγάλου κατακλυσμού («κατακλυσμιαία ζώα») 2. (για βροχή) ο πολύ ραγδαίος και συνεχής, αυτός που φέρνει πολλά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλυσμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ … Dictionary of Greek
κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κερκιδιαίον — κερκιδιαῑον, τὸ (Α) επιγρ. φράγμα ή τοίχος με σχήμα κερκίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. κρηπιδ ιαίος, ταλαντ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κοινοστομιαίος — κοινοστομιαῑος, αία, ον (Μ) (εσφ. γρφ αντί κυνοστομιαίος) αυτός που έχει μήκος κυνοστόμου*, πιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνόστομον (το μήκος τού ανοίγματος τών δακτύλων μεταξύ αντίχειρα και λιχανού) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. τον ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κρηπιδιαίος — κρηπιδιαῑος, αία, ον (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρηπίδα, σε θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κροταφιαίος — α, ο (AM κροταφιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει σχέση με τον κρόταφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + επίθημα ιαῖος (πρβλ. μην ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κυαθιαίος — κυαθιαῑος, αία, ον (AM) αυτός που περιέχεται σε έναν κύαθο, σε ένα ποτήρι («κυαθιαῑον ὕδωρ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ιαιος (πρβλ. κνημ ιαίος, μετωπ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κυαμιαίος — κυαμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποταμ ιαῖος, στιγμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek